διαγουμίζω

διαγουμίζω
διαγούμισα, διαγουμίστηκα, διαγουμισμένος
1. λεηλατώ, αρπάζω για λάφυρο: Οι κατακτητές διαγούμισαν τη χώρα.
2. διασκορπίζω, σπαταλώ: Διαγούμισε την περιουσία της γυναίκας του στο τζόγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαγουμίζω — διαγουμίζω, διαγούμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαγουμίζω — και διαγουμάω και διαγουμώ 1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω 2. διασκορπίζω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή»… …   Dictionary of Greek

  • αδιαγούμιστος — η, ο και ητος η, ο [διαγουμίζω] αλεηλάτητος, αδιάρπαστος, αλαφυραγώγητος …   Dictionary of Greek

  • διαγουμάς — και διάγουμας, ο η λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαγουμίζω] …   Dictionary of Greek

  • διαγουμιστής — ο (θηλ. διαγουμίστρα, η) [διαγουμίζω] λαφυραγωγός, άρπαγας …   Dictionary of Greek

  • διαγουμώ — βλ. διαγουμίζω …   Dictionary of Greek

  • διαγούμισμα — το [διαγουμίζω] λεηλασία …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγωγώ — (AM λαφυραγωγῶ, έω) [λαφυραγωγός] 1. αποκομίζω κάτι ως πολεμική λεία, αρπάζω πολεμικά λάφυρα («τὰ δ ἐλαφυραγώγησαν Ῥωμαῑοι κρατήσαντες βιαίως», Στράβ.) 2. ληστεύω, διαγουμίζω, λεηλατώ («λαφυραγωγήσας τὴν πόλιν», Απολλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • λαφυρεύω — (Α) [λάφυρον] λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”