διαγουμίζω — διαγουμίζω, διαγούμισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαγουμίζω — και διαγουμάω και διαγουμώ 1. λεηλατώ, διαρπάζω, κουρσεύω 2. διασκορπίζω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι διαγουμίζω < (όψιμο μσν.) διαγουμίζω < αρχ. διακομίζω, ενώ κατ άλλους από το γιάγμα < τουρκ. yağma «διαρπαγή»… … Dictionary of Greek
αδιαγούμιστος — η, ο και ητος η, ο [διαγουμίζω] αλεηλάτητος, αδιάρπαστος, αλαφυραγώγητος … Dictionary of Greek
διαγουμάς — και διάγουμας, ο η λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαγουμίζω] … Dictionary of Greek
διαγουμιστής — ο (θηλ. διαγουμίστρα, η) [διαγουμίζω] λαφυραγωγός, άρπαγας … Dictionary of Greek
διαγουμώ — βλ. διαγουμίζω … Dictionary of Greek
διαγούμισμα — το [διαγουμίζω] λεηλασία … Dictionary of Greek
λαφυραγωγώ — (AM λαφυραγωγῶ, έω) [λαφυραγωγός] 1. αποκομίζω κάτι ως πολεμική λεία, αρπάζω πολεμικά λάφυρα («τὰ δ ἐλαφυραγώγησαν Ῥωμαῑοι κρατήσαντες βιαίως», Στράβ.) 2. ληστεύω, διαγουμίζω, λεηλατώ («λαφυραγωγήσας τὴν πόλιν», Απολλόδ.) … Dictionary of Greek
λαφυρεύω — (Α) [λάφυρον] λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ) … Dictionary of Greek